4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Matrix Reloaded

Μιας και δεν μπορώ πλέον να ισχυριστώ ότι περνάω κρίση μέσης ηλικίας, οφείλω να βρω κάποιο τρόπο για να περιγράψω σε παλιούς και νέους αναγνώστες την τρίτη -και τελευταία- φάση της επαγγελματικής μου ζωής. Στο «Εν Λευκώ» Φεβρουαρίου έκανα μια προσπάθεια να καταγράψω τα φαινόμενα στη χώρα όπου ανθεί η γνωστή πορτοκαλιά, αλλά το έχω κάνει τόσες φορές, που η πράξη εξοργίζει ακόμα κι εμένα! Σε αυτό, λοιπόν, θα αναφερθώ στην άλλη ζωή που έζησα στο Matrix. Ψεύτικη και φαντασιακή, που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή, πραγματική μου ζωή. Για να τη «δω», δεν είναι απαραίτητο να βυσματωθώ. Φτάνει να κλείσω τα μάτια, και οι εικόνες πλημμυρίζουν το μυαλό...

Cut I: Πιτάνη, Λίμναι, Κυνόσουρα, Mεσόα. Οι τέσσερις κώμες που αποτελούσαν τη Σπάρτη τον 6ο αιώνα π.Χ., με τις Αμύκλες να προστίθενται αργότερα. Καθισμένος σε μια μάντρα στη διάρκεια δοκιμών για κάποιο ράλλυ της δεκαετίας του ’60, διαβάζω το μικρό βιβλίο για την ιστορία της πόλης-κράτους. Μου το έχει δώσει ο Νίκος, ο ιδιοκτήτης του διπλανού κέντρου, που είναι δάσκαλος και του αρέσουν οι αγώνες. Έχω μόλις περάσει μία απ’ τις γέφυρες του Ευρώτα. Tρέχει από κάτω λαμπρός, πεντακάθαρος. Έχοντας «υιοθετήσει» όλα τα ποτάμια της Ελλάδας, εισπράττω τα χρώματα, τους ήχους και τις μυρουδιές. Ετοιμάζομαι να καλύψω τα 60 χλμ. της χωμάτινης διαδρομής που οδηγεί, μέσω Ταϋγέτου, από τη Σπάρτη στην Καλαμάτα, και σταματώ την ανάγνωση, χαιρετώ το δάσκαλο, μπαίνω στο NSU 1200 ΤΤ. Πρέπει να καλύψω 60 χλμ. σε 60 λεπτά. Έχοντας παρέα τον ήχο της εξάτμισης, οδηγώ το αυτοκίνητο, με το συνοδηγό μου να κρατάει κάποιες σημειώσεις για τον αγώνα που θα γίνει σε λίγες μέρες.

Cut II: Φθινοπωρινό ράλλυ στις νότιες(;) υπώρειες του μεγαλύτερου ορεινού όγκου της Πελοποννήσου, του Πάρνωνα ή Μαλεβού ή Κρονίου Όρους. O καθρέφτης γεμίζει BMW 700S. Είναι ο Παναγιώτης Κανελλάκης, από τους παχύτερους οδηγούς που πέρασαν από τα ελληνικά ράλλυ. Κάνω δεξιά. Δημοσιογράφος είμαι, όχι οδηγός αγώνων. Το βουνό καλύπτει την ανατολική πλευρά της Αρκαδίας. Φτάνει στην Κυνουρία. Κατεβαίνει στη Λακωνία και τελειώνει στον Καβο-Μαλιά. Η χαράδρα δεξιά πρέπει να έχει βάθος 800 μ. Σκέφτομαι πως, αν φύγω απ’ το δρόμο, θα κάνω ένα λεπτό να σκάσω κάτω. Στην άλλη πλευρά, καθισμένο σαν αετός στο βράχο, ένα μοναστήρι. Η μονή της Μαλεβής; Της Έλωνας; Πού να θυμάμαι ύστερα από τόσο καιρό. Τοπωνύμια σε κιτρινισμένες σημειώσεις: Σίταινα, Πλάτανος, Κοσμάς, Καστάνιτσα, Παλαιοχώρι, Πλατανάκι, Καρυές, Βαμβακού, Πολύδροσο. Έχω περάσει από κει; Και, αν ναι, πού πήγαν οι αναμνήσεις μου;

Cut IIΙ: Χειμώνας του ’63. Το χιόνι στην (τότε) πλατεία Αμπελοκήπων στην Αθήνα έχει φτάσει τα 50 εκατοστά. Στο 506 Τάγμα Προκαλύψεως της 6ης Μεραρχίας, όπου υπηρετώ τη θητεία μου, το 1,5 μέτρο και η θερμοκρασία τους -15° C. Μένω σ’ ένα χαμόσπιτο απέναντι απ’ τη Λέσχη Αξιωματικών στο Κιλκίς. Σκεπασμένος με τέσσερις κουβέρτες, φοράω τη στολή του ανθυπολοχαγού και τις αρβύλες με δύο πλαστικές σακούλες πάνω απ’ τις χοντρές μάλλινες κάλτσες και προσπαθώ -μάταια- να ζεσταθώ. Κάποια στιγμή τα βλέφαρα κλείνουν. Η νύχτα περνάει. Ξυπνάω στις 05.30. Προσπαθώ ν’ ανοίξω το βρυσάκι, αλλά το νερό έχει παγώσει στους σωλήνες. Περνάω το δρόμο και μπαίνω στη Λέσχη. Η μαύρη λάσπη έχει γίνει πάγος που σπάει κάτω απ’ τα πόδια μου. Πίνω καυτό, μαύρο τσάι σε κύπελλο από αλουμίνιο. Έξω περιμένει το ερπυστριοφόρο που μας πάει στο 506 Τάγμα Πεζικού. Φτάνω στις 06.00. Παγωμένες μούρες περιμένουν το διοικητή -εμένα- για αναφορά. Ο λοχαγός λείπει στην Αθήνα. Κατηγορείται για την υπόθεση AΣΠIΔA. Αποστολή μας είναι να σώσουμε (κυριολεκτικά) τους επιβάτες της αμαξοστοιχίας που έρχεται από τα σύνορα με την τότε Γιουγκοσλαβία. Το τρένο έχει αποκλειστεί από το βαρύτερο χειμώνα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Παθαίνω κρυοπαγήματα. Σκέφτομαι τι μαλάκας ήμουν να μην πάρω τρελόχαρτο, χρησιμοποιήσω βύσμα, παραστήσω το φοιτητή «εξωτερικού», για να αποφύγω τη θητεία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά σήμερα είμαι και περήφανος γι’ αυτά. Εκτός από μαλάκας είμαι, προφανώς, και εθνικιστής. Τη νύχτα επιστρέφουμε στο στρατόπεδο. Καίμε ό,τι βρίσκουμε. Παλιά ρούχα, παπούτσια, παλιά έπιπλα. Οι στρατιώτες «μου» γνέφουν θετικά. Κάποιος βγάζει μια κιθάρα. Τραγουδάμε. Οι στρατιώτες ξεχνάνε τον πάγο και χορεύουν...

Cut IV: Ο Μάριος υπηρετεί σ’ ένα τάγμα στην Αξιούπολη. Είμαστε μαζί στην Κόρινθο και στη ΣΕΑΠ, την κατά Βασίλη Βασιλικό «Σχολή Εφέδρων Αγγέλων Ουρανού». Λέω να πάω να τον βρω. Μπαίνω σε άρμα που πάει στην Αξιούπολη. Με αφήνει στο δυτικό φυλάκιο της σιδηροδρομικής γέφυρας του Έβρου. «Αν θέλεις να περάσεις απέναντι, πρέπει να το κάνεις πατώντας στα ξύλα» μου λέει ο δεκανέας. «Μα είναι 250 μέτρα, το ποτάμι είναι φουσκωμένο και ο αέρας φυσάει με 40 μίλια», λέω. «ΟΚ. Περπάτα τότε 5 χιλιόμετρα μέχρι την κανονική. Μετά άλλα 5 για να φτάσεις απέναντι.» Ξεκινάω μία απ’ τις μεγαλύτερες ηλιθιότητες της ζωής μου. Διασχίζω τον Έβρο από τη σιδηροδρομική γέφυρα! Μόλις φτάνω απέναντι, πέφτω λιπόθυμος απ’ τον ίλιγγο και την προσπάθεια. Με ξαπλώνουν στο ράντζο στο φυλάκιο. Όταν ανοίγω τα μάτια, μου λένε ότι ήμουν ο δεύτερος μακάκας που το επιχείρησε.

Cut V: Βράδυ Παρασκευής και, στο συνεργείο της NSU, στην οδό Λένορμαν, είναι μαζεμένοι οι οδηγοί που τρέχουν στα ράλλυ, στις αναβάσεις και στους αγώνες ταχύτητας. Ετοιμάζουν τα αυτοκίνητα για την ανάβαση της Μεγάλης Πάρνηθας. Για το δικό μου η ετοιμασία συνίσταται στην τοποθέτηση τεσσάρων Koni, ελαστικών Kleber και ελεύθερης εξάτμισης, που φτιάχνει ο Μιχάλης ο Κιούσης στο μαγαζί του πίσω απ’ το Καλλιμάρμαρο. Ο χώρος μυρίζει φυτικό Castrol και βενζίνη. Κοιτάμε τα δικά μας, αλλά θαυμάζουμε τη μαύρη αλουμινένια Porsche Carrera RS του «Υψηλάντη». Στις 03.00 πάμε για ύπνο. Την επομένη έχει δοκιμές και την Κυριακή αγώνα. Οι... αθλητές πρέπει να κάνουν καλή ζωή.

Cut VI: Σάββατο πρωί στο βουνό. Οι στροφές, οι πλαγιές, οι φουρκέτες, η εκκίνηση, ο τερματισμός, κάθε ελεύθερο μέτρο είναι γεμάτο κόσμο. Δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες; Μυρίζει άνοιξη, θυμάρι, ρετσίνι. Ο τόπος είναι γεμάτος κυκλάμινα. Περιμένω τη σειρά μου για τη δοκιμή, που ο χρόνος της θα καθορίσει τη σειρά εκκίνησης στην ανάβαση. Η καρδιά μου χτυπάει, αλλά τα τελευταία 30 δευτερόλεπτα ηρεμώ. Σαν τους πολεμιστές του μύθου, θα τα βάλω με το βουνό. Κάνω 7 λεπτά και 17 δλ. Αν το επαναλάβω την Κυριακή, κερδίζω την κλάση και παίρνω μπακίρι (κύπελλο).

Cut VII: «Καλημέρα. Είμαστε δημοσιογράφοι από το περιοδικό 4ΤΡΟΧΟΙ. Έχουμε συνεννοηθεί να οδηγήσουμε την F40 στο Φιοράνο. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε μαζί και μία μοτοσικλέτα Bimota. Θα μας επιτρέψετε να την πάρουμε μέσα;» Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για τον ξένο Τύπο στη Ferrari χάνει το χρώμα του. Μοτοσικλέτα στο «ιερό» του Μαρανέλο; Πού ακούστηκε; Μπαίνουμε. Για μία ολόκληρη μέρα «οργώνουμε» το σιρκουί. Μετά βγαίνουμε στους λόφους. Ο Στράτης Χατζηπαναγιώτου, ο Βασίλης Γιαννακόπουλος, ο Δημήτρης Διατσίδης και ο ¶νθρωπος που Δεν Υπήρξε.

Cut VIII: Στην Έκθεση της Γενεύης. Τέλος της μέρας. Βρέχει. Κάνει διαολεμένο κρύο. Φορτωμένοι προσπέκτους, φωτογραφικές μηχανές και τριπόδια, βαδίζουμε με το Βασίλη στην αερογέφυρα που συνδέει το Palexpo με το αεροδρόμιο. Ούτε δραχμή για ταξί. Τα δάχτυλα των ποδιών μου είναι υγρά απ’ τη βροχή. Λέω στο Βασίλη: «Κουράγιο, σε λίγο φτάνουμε». Στο αεροδρόμιο βγάζω παπούτσια και κάλτσες. Είναι γεμάτες αίμα απ’ το περπάτημα. Βγάζω χαρτί δημοσιογραφικό και μπικ και αρχίζω να γράφω το κομμάτι μου για τους 4Τ. Στο αεροπλάνο οι συνάδελφοί μου γελάνε ειρωνικά. «Τι θέλει να μας δείξει;» λένε. Τίποτα πέρα απ’ αυτά που μου έμαθαν οι δάσκαλοί μου. Πού να το καταλάβουν στην εποχή των δημοσιοσχεσάδων;

Cut IX: Δεμένος με ζώνη έξι σημείων, κουτρουβαλάω στα κατηφόρια μιας ειδικής του παλιού Ράλλυ Ακρόπολις, στο δεξί κάθισμα ενός πισωκίνητου Opel 500 ίππων. Οδηγός ο Βάλτερ Ρερλ. Δεν ισιώνει πουθενά. Eίναι η εποχή που στο Matrix όλοι οι οδηγοί ράλλυ πηγαίνουν με τις πόρτες. Που στο Γύρο της Κορσικής λάμπουν σαν αστραπές, αληθινοί άντρες. Πολεμιστές στα τιμόνια αυτοκινήτων-τεράτων, που σκοτώνουν τον οδηγό τους στο παραμικρό λάθος. Φοβάμαι, αλλά μόνο οι ηλίθιοι δε φοβούνται. Έπειτα από 11 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα, φτάνουμε στο τέλος της ειδικής. «Πώς σου φάνηκε;» λέει ο Βάλτερ. «Θεϊκό», απαντάω. Στα χρόνια που πέρασα στον εικονικό κόσμο «κάθισα δίπλα» πάνω από 300 φορές και, καθεμία απ’ αυτές η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινα, αλλά... εικονικά! Όμως, οι εποχές άλλαξαν. Ο πλανήτης κατελήφθη από μεταλλαγμένα βλαχαδερά, λωποδύτες με πανάκριβα αυτοκίνητα και σκάφη, νεογιάπηδες και νεοφασίστες. Όποιος κουτρουβαλάει στις ειδικές δεν είναι καθωσπρέπει, comme il faut, politically correct, γκέι (στο μυαλό και στη σκέψη). Δεν τον παίρνει. Δεν τον δίνει. ¶ρα δεν υποτάσσεται, δεν πουλιέται και, πάνω απ’ όλα, δεν αγοράζεται. Πουλιούνται τα όνειρα, μωρέ Μανολιό;

Cut X: Η εισπνοή καθαρού οξυγόνου στεγνώνει το λαρύγγι. Δεμένος στο πίσω κάθισμα ενός Mirage 2000, πετάω με 2,3 Mach πάνω απ’ τους αμμόλοφους της Kαμάργκ, μιας περιοχής 930 τ.χλμ. στη νότια Γαλλία, που αποτελείται από βάλτους, λίμνες και υδρόβια φυτά. «Χάλασε ο κλιματισμός;» ρωτάω τον κυβερνήτη. «Όχι. Το πιλοτήριο θερμαίνεται από την τριβή του αέρα στο εξωτερικό του αεροπλάνου» απαντάει. Το προφίλ της πτήσης μεταβάλλεται από «τουριστικό» σε επιθετικό. Στο head-up display ο κυβερνήτης μού δείχνει τη γέφυρα που θα «βομβαρδίσουμε» με ελιγμό LOFT. Το αεροπλάνο ανεβαίνει με 450 κόμβους «τραβώντας» 7,5g. Αναπνέω με δυσκολία, όμως φωτογραφίζω, και στο μυαλό μου κρατάω «σημειώσεις». Στα χρόνια που ακολουθούν πετάω με άλλα είκοσι πολεμικά αεροπλάνα διάφορων τύπων και εθνικοτήτων. Κάνω και δύο άτυπα ρεκόρ. Είμαι ο Έλληνας που πήγε πιο γρήγορα (2,3 Mach) και πιο ψηλά (87.000 πόδια). Καλό για μία ζωή στο Δικτύωμα. Nαι;
Γέρνω πίσω στην πολυθρόνα και κλείνω πάλι τα μάτια. Ετοιμάζομαι για ένα ακόμα ταξίδι στο Matrix, αλλά, γι’ αυτό, ίσως σε ένα από τα επόμενα επεισόδια. Η ζωή μου θα μπορούσε να είναι βασισμένη σε σενάριο ταινίας, με πιθανότερο εκείνο του Blade Runner. Δεν ξέρω πόσοι την έχετε δει. Α, όχι, τρέξτε στο πλησιέστερο βιντεοκλάμπ. Αν και φέτος γιορτάζει τα 25α γενέθλια, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Ο συγγραφέας Φίλιπ Ντικ (που έχει μετακομίσει στο Matrix) αποδεικνύεται οραματιστής, μάντης κακών, προφήτης όσων έρχονται. Με λίγα λόγια, η ιστορία έχει ως εξής: Πανίσχυρος επιχειρηματίας (κάτι ανάμεσα σε Γκέιτς και Μέρντοχ) διαθέτει εργοστάσια που κατασκευάζουν ανθρώπινα αντίγραφα (ρεπλίκες), τα οποία στέλνει να κάνουν τις βρόμικες δουλειές στους πλανήτες και πέρα απ’ αυτούς. Τα αντίγραφα, που έχουν προγραμματισμένο χρόνο ζωής, δουλεύουν σε ορυχεία, εργοστάσια και μπορντέλα, ανάλογα με τον τύπο. Μερικά έχουν «ζήσει» τόσο άσχημα, ώστε βάζουν στόχο να επιστρέψουν στη Γη και να σκοτώσουν το Δημιουργό τους. Κάποια στιγμή το καταφέρνουν, παρά το κυνηγητό του ντετέκτιβ Ντέκαρντ (Χάρισον Φορντ).
Τι σχέση έχει το σενάριο της ταινίας με τον υπογράφοντα; Μεγάλη, αφού, όπως ίσως έχετε καταλάβει, τελευταία έχω ξεκινήσει ανελέητο κυνήγι, με στόχο κάποια στιγμή να με... σκοτώσω!

Λίγο πριν πέσουν τα «γράμματα»:

Ανοίγω τα μάτια και βρίσκομαι στον πραγματικό κόσμο. Η ατμόσφαιρα βρομάει διοξείδιο, θειάφι, πτωμαΐνη. Αναρωτιέμαι από πού έρχεται η μυρουδιά, αλλά γρήγορα καταλαβαίνω. Ο τόπος είναι γεμάτος ζόμπι. Περπατάνε, μιλάνε, κάνουν ότι εργάζονται προσποιούμενα τους ζωντανούς. Το σκηνικό θυμίζει το Night of the Living Dead, ταινία που γύρισε το 1968 ο Tζορτζ Pομέρο. Στην προσπάθειά τους να ξεγελάσουν τη φύση τους, είναι ντυμένα με designer clothes: Armani, Prada, Gucci, Mouchi, Shouchi, Tom Chrysler, David Ford. Με αυτόν τον τρόπο νομίζουν ότι δε θα λιώσουν ποτέ, όμως αυτό που δεν ξέρουν είναι ότι είναι ήδη πεθαμένα. Η εικόνα μού φέρνει αναγούλα, γι’ αυτό γέρνω στην πολυθρόνα και ξανακλείνω τα βλέφαρα. Η ζωή στο Δικτύωμα είναι σαφώς πιο αληθινή από τη ζωή στη νεοελληνική πραγματικότητα._ Κ. Κ.